ελαιόχρωμα το [eleóxroma] Ο49 : χρώμα παρασκευασμένο από χρωστική ουσία αναμεμειγμένη με ειδικό έλαιο: ~ ζωγραφικής. ~ γενικής χρήσης, λαδομπογιά.

[λόγ. ελαιο- 2 + χρώμα μτφρδ. γαλλ. couleur à l΄huile]


ελαιοχρωματίζω [eleoxromatízo] -ομαι Ρ2.1 : βάφω με ελαιόχρωμα.

[λόγ. ελαιοχρωματ- (ελαιόχρωμα) -ίζω]


ελαιοχρωματισμός ο [eleoxromatizmós] Ο17 : βαφή με ελαιόχρωμα.

[λόγ. ελαιοχρωματισ- (ελαιοχρωματίζω) -μός]


ελαιοχρωματιστής ο [eleoxromatistís] Ο7 : βαφέας ειδικός στον ελαιοχρωματισμό.

[λόγ. ελαιοχρωματισ- (ελαιοχρωματίζω) -τής]

 
απόχρωση η [apóxrosi] Ο33 : 1.παραλλαγή βασικού χρώματος: Στη φύση βρίσκουμε όλες τις αποχρώσεις του πράσινου. Ο τοίχος είναι βαμμένος σε μια ανοιχτή ~ του μπλε. Ο ουρανός ήταν γαλάζιος με ρόδινες αποχρώσεις. || (επέκτ.) για ήχο, παραλλαγή ενός βασικού ή συνηθισμένου τόνου: Όταν διάβαζε, η φωνή του έπαιρνε διάφορες αποχρώσεις. 2. (μτφ.) για κτ. που διαφέρει ελαφρά από ό,τι είναι ή θεωρείται βασικό, κύριο: Οι συνώνυμες λέξεις έχουν συνήθως μια διαφορετική εννοιολογική ~. Yπήρχε μια ~ ειρωνείας στα λόγια του. Ο συγγραφέας μάς δίνει όλες τις συναισθηματικές αποχρώσεις των ηρώων του. || Εκπρόσωποι όλων των πολιτικών αποχρώσεων, των πολιτικών τάσεων, ρευμάτων.

[λόγ. < ελνστ. ἀπόχρω(σις) `προσθήκη χρώματος΄ -ση σημδ. γαλλ. coloration]


βάψιμο το [vápsimo] Ο50 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του βάφω. I1. ο χρωματισμός αντικειμένων είτε με τη βύθισή τους σε χρωστικό διάλυμα είτε με την κάλυψη της επιφάνειάς τους με χρωστικές ύλες· βαφή: ~ μαλλιών / αυγών / υφασμάτων. ~ τοίχων / επίπλων. Στο σπίτι έχουμε βαψίματα. || το αποτέλεσμα του χρωματισμού: Kαλό / κακό / ζωηρό ~. 2. ο χρωματισμός ορισμένων σημείων του σώματος, ιδίως το μακιγιάρισμα του προσώπου, κυρίως για καλλωπισμό ή μεταμφίεση: Tο έντονο ~ δεν της πάει καθόλου. II. διαδικασία σκλήρυνσης μετάλλων· βαφή.

[βαψ- (βάφω) -ιμο]


μπογιά η [bojá] Ο24 : 1α. η χρωστική ουσία, στερεά ή υγρή, με την οποία βάφεται κτ.· χρώμα, βαφή: Kόκκινη / πράσινη / κίτρινη ~. ~ για το βάψιμο τοίχων. ~ επίπλων / παπουτσιών· (πρβ. βερνίκι). Bούτηξε το πινέλο στο δοχείο με την ~. ~ για τα μαλλιά. ΦΡ (δεν) περνάει η ~ κάποιου, τα προσόντα του, οι ικανότητές του κτλ. (δεν) έχουν πέραση: Γέρασε και δεν περνάει πια η ~ του. β. το λεπτό στρώμα μπογιάς που καλύπτει μια βαμμένη επιφάνεια: Δε στέγνωσε ακόμα η ~. Ξύθηκε η ~ από το έπιπλο. Έφυγε η ~ από τα κάγκελα. 2. χρωματιστό μολύβι που το χρησιμοποιούν τα παιδιά για να ζωγραφίσουν: Kασετίνα με μπογιές. μπογιατζής ο [bojadzís] Ο8 : τεχνίτης που ασχολείται με το βάψιμο τοίχων. ΦΡ τα μυαλά* σου και μια λίρα και του μπογιατζή ο κόπανος.

[τουρκ. boyacι ]


μπογιατίζω [bojatízo] -ομαι & μπογιαντίζω [bojadízo] -ομαι Ρ2.1 : βάφω μια επιφάνεια ιδίως με υγρή μπογιά: ~ τον τοίχο.

[-ντί-: τουρκ. boyad(ι) (γ' εν. αορ. του ρ. boyar) -ίζω· -τί-: ανομ. ηχηρ. [b-d > b-t] ]


μπογιάτισμα το [bojátizma] & μπογιάντισμα το [bojádizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μπογιατίζω.

[μπογιατισ-, μπογιαντισ- (μπογιατίζω, μπογιαντίζω) -μα]


χρωμάτισμα το [xromátizma] Ο49 : η ενέργεια του χρωματίζω. 1. βάψιμο: Tο ~ του τοίχου. 2. (μτφ.): Tο ~ της φωνής, το ανέβασμα ή το κατέβασμα της φωνής σε ορισμένους φθόγγους, για να τονίσουμε ορισμένα σημεία του λόγου μας.

[λόγ. χρωματισ- (χρωματίζω) -μα]


χρωματισμός ο [xromatizmós] Ο17 : 1.το αποτέλεσμα του χρωματίζω· χρώ μαI1α: Yφάσματα με / σε ωραίους χρωματισμούς. 2. (μτφ.) α. ιδιαίτερη έκφραση στη φωνή ή στα λόγια· χρωμάτισμα2. β. (μουσ.) η μεταβολή της δύναμης του ήχου στην εκτέλεση των φθόγγων.

[λόγ. < ελνστ. χρωματισμός]